Божеское - ορισμός. Τι είναι το Божеское
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Божеское - ορισμός


божеское      
ср.
То, что подходяще, приемлемо.
божеский      
прил.
1) Относящийся к Богу, связанный с ним.
2) а) Свойственный Богу, характерный для него.
б) перен. разг. Подходящий, приемлемый, надлежащий.
БОЖЕСКИЙ      
1. см. БОГ
.
2. (разг.) подходящий, вполне приемлемый.
Божеские цены. Божеские условия. В б. вид привести кого-что-н. По-божески (нареч.) поступить.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Божеское
1. Преподаватели и студенты общими усилиями привели их в божеское состояние.
2. Вырубать лес - это дело все-таки не благодатное, не Божеское.
3. Это запредельность человеческого участия - того, кого нельзя спасти, нужно хотя бы привести в божеское состояние.
4. Его вклад в Божеское дело сравнивают с достижениями Ломоносова в науке.
5. Такие символы земли русской - это божеское напоминание об особой роли и удали каждого, кто сподоблен талантом.
Τι είναι божеское - ορισμός